23 Δεκ 2008

Η σιωπή μας

Άγγελος Περδικούρης, Τρίλοφος

Κι ύστερα λες για δυο τρελές
που μ’ αγαπούν - γιατί σιωπούν;
(Δημήτρης Χορν στην «Οδό Ονείρων»)


Συχνά, ιδίως ύστερα από συζητήσεις με φίλους όπου στο τέλος υπερχειλίζει η απογοήτευση και η αγανάκτηση για την κατάσταση στο δήμο Μίκρας, αναρωτιόμαστε τι είδους άνθρωποι τον κατοι-κοεδρεύουν, με άλλα λόγια, τί είδους άνθρωποι είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Πολύ σχηματικά θα λέγαμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι το απαρτίζουν αυτοί που εκλέγουν δημοτική αρχή τις τελευταίες τετραετίες. Μια δημοτική αρχή που γνωρίζει και εκμεταλλεύεται σε υπερθετικό βαθμό ότι ένα βασικό τους μέλημα και κριτήριο για την επιλογή τους είναι να μην θιχτούν στο ελά-χιστο όσα αυτοί οι ίδιοι εννοούν ως τα συμφέροντά τους, όπως είναι η καθολική και απόλυτη ανο-χή στις μικροπαρανομίες (κυρίως πολεοδομικής φύσης), η εν κρυπτώ και ιδιωτικώς διευθέτηση όσων υποθέσεών τους υπάρχει η ελάχιστη πιθανότητα να θίξουν, απειλήσουν, αξιοποιήσουν ή αυ-γατίσουν τα “ενδιαφέροντά” τους, είτε αυτά είναι πραγματικά είτε φανταστικά ή ποθούμενα. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και όσους είναι δεσμευμένοι με άλλου είδους παροχές ή ελ-πίδες από τη δημοτική εξουσία, συμβασιούχους του δήμου κλπ. Εν πάση περιπτώσει φαίνεται πως εξαρτώνται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από την πολιτική που ακολουθεί σήμερα ο δήμος. Όπως μπορεί να δει κάποιος από τις στατιστικές, αυτοί είναι που εκλέγουν δημοτική αρχή καθώς ο αριθ-μός των ψηφοφόρων σε σχέση με την ραγδαία αύξηση του πληθυσμού του δήμου μοιάζει να είναι στάσιμος. Αν και ο πληθυσμός του δήμου αυξάνεται, όπως ξέρουμε, πολύ γρήγορα, ο αριθμός αυ-τών που ψηφίζουν αυξάνεται κατά 1000 άτομα περίπου την τετραετία (5.024 το 1998, 6.092 το 2002 και 7.107 το 2006). Ενδεικτικά, στην απογραφή του 2001, ο πληθυσμός του δήμου ήταν 10.146 κάτοικοι.
Μια άλλη μερίδα συνδημοτών μας —αμέτοχη στα κοινά, αυτή, και εκλογικά αδρανής— ήρθε στο δήμο κυρίως από το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης. Σε πρώτη προσέγγιση φαί-νεται να έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό: σίγουρα δεν είναι από τα τμήματα του πληθυσμού που τα χαρακτηρίζει η επισφάλεια. Μόνιμη εργασία, μόνιμη κατοικία, μόνιμες λίγο-πολύ κοινωνικές σχέ-σεις. Πράγμα που σημαίνει (αν δεν διαθέτει ένα ελάχιστο πλούτου) ότι τουλάχιστον χαίρει μιας σταθερής εργασίας που της εξασφαλίζει (ή, έστω, της εξασφάλιζε μέχρι τελευταία) μια αίσθηση ασφάλειας που δικαιολογούσε την επένδυση σε μια νέα κατοικία. Αυτό όμως σε μεγάλο βαθμό υ-ποδηλώνει κάτι σημαντικό. Ότι, δηλαδή, προέρχεται από τα “πλέον ενεργά επαγγελματικώς” τμή-ματα της Θεσσαλονίκης, γεγονός που προϋποθέτει τουλάχιστον μια εμπειρία διοικητικής ή οργα-νωτικής μορφής, άσχετα με το αν υπάρχει ή όχι μια μεταλυκειακή μόρφωση. Ξέρει, με άλλα λόγια, τι προβλήματα υπάρχουν σε μια επιχείρηση, υπηρεσία, τεχνική εταιρία ή σχολειό, και ξέρει, ακόμα, πως μπορούν αυτά να αντιμετωπισθούν για να λυθούν.
Αυτή η δεύτερη ομάδα, κατόπιν δική της επιλογής, μένει σε έναν τόπο ο οποίος είναι, κατά βά-ση, προνομιακός. Μια μη-υποβαθμισμένη περιοχή, αναπτυσσόμενη, ένα περιβάλλον χωρίς σημα-ντικές πηγές μόλυνσης, με πολλές φυσικές ομορφιές, μικρή πυκνότητα πληθυσμού, περιορισμένη εγκληματικότητα, σχετικά εύκολη πρόσβαση και άλλα. Στερείται ωστόσο η περιοχή μιας ορθολο-γικής διαχείρισης και κάποιων βασικών υποδομών που προσφέρει μια πόλη: ασφαλείς δρόμους, αποχέτευση, δημόσιους χώρους, πάρκιγκ, δημόσιες συγκοινωνίες, αθλητικές εγκαταστάσεις, πολι-τιστικούς χώρους, χώρους συνάθροισης, βιβλιοθήκες, πολεοδόμηση κλπ. Για την ομάδα που συζη-τάμε αυτά είναι πράγματα που της είναι γνωστά, που έχει μάθει να τα θεωρεί απαραίτητα και που προφανώς, στο δήμο μας, της λείπουν.
Μια βάσιμη σκέψη είναι επίσης ότι (όπως άλλωστε όλα τα κοινωνικά στρώματα με κάποιο minimum ποιότητας ζωής) παρουσιάζει επιπλέον μια ευαισθησία για τα οικολογικά προβλήματα και τα προβλήματα του περιβάλλοντος: σκουπίδια, ανακύκλωση, χωματερές, νερό, περιβάλλον χώ-ρος, αεροδρόμιο, για να περιοριστούμε στα τοπικά μόνο.
Ο τόπος από άποψη μεγέθους διευκολύνει: εύκολη μετακίνηση (αρκεί βέβαια κάποιος να έχει δικό του... μέσο!) και σχετικά μικρός αριθμός κατοίκων, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα αποδοτι-κής συμμετοχής σε μαζικούς φορείς (συλλόγους, πολιτιστικά σωματεία, ενώσεις γονέων και κηδε-μόνων), δημοτικά δρώμενα και εν γένει στα κοινά. Είναι αυτό που θα λέγαμε "ότι σηκώνει επέμβα-ση". Είναι ένας χώρος που μια δημόσια δράση, οιουδήποτε τύπου, θα μπορούσε εύκολα να αποφέ-ρει καρπούς.
Αλλά βλέπουμε ότι σιωπά και αδρανεί. Δεν πολυσυμμετέχει στα κοινά, δεν ψηφίζει στις δημοτι-κές εκλογές, διατηρεί τα εκλογικά της δικαιώματα αλλού. Οι λόγοι βέβαια είναι πολλοί. Κατ’ αρ-χάς είναι μια ανομοιογενής ομάδα, τα νεώτερα μέλη είναι απομακρυσμένα, ασύνδετα μεταξύ τους και πολλές φορές δεν ενημερώνονται καν για τα δημοσίως τεκταινόμενα. Επιπλέον υπεραπασχολεί-ται: κατά κανόνα εργάζεται μακριά από τον τόπο κατοικίας της και άρα σπαταλά στις μετακινήσεις πολύ χρόνο, πολλοί δουλεύουν πάνω από το οχτάωρο ακόμα και σε δεύτερη εργασία, ενώ σ’ αυτά προστίθενται και οι μετακινήσεις χάριν των παιδιών: φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, αθλητικές δρα-στηριότητες, μουσικές, πολλές φορές ακόμα και για τη διασκέδασή τους. Κι ας μην αναφέρουμε καθόλου την οικονομική στενότητα, τα προβλήματα με τα δάνεια κλπ.
Μια επιπλέον αποστασιοποίηση φέρνει και η εμπορευματικοποιημένη σχέση με τον τόπο κατοι-κίας: το σπίτι και το άμεσο περιβάλλον του αντιμετωπίζονται σαν "αγαθά" που πρέπει να ανταπο-δώσουν τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την απόκτηση τους ή την πρόσβαση σ' αυτά. Παρατηρεί-ται έτσι μια τάση υπερχρήσης τους που σε συνδυασμό με τις μειωμένες κοινωνικές επαφές και την οικονομική στενότητα τούς περιορίζει σε μια αυστηρά ιδιωτική ζωή. Το όνειρο μιας κατοικίας σε ανθρώπινα μέτρα, ει δυνατόν στο χωριό, μεταλλάχθηκε σε ενδιαίτηση σε μια μεζονέτα με ικανο-ποιητικό ή ελάχιστο χώρο πρασίνου που όμως τον εκμεταλλευόμαστε με μέγιστη δυνατή ένταση: γκαζόν ντε και καλά, αγαλματάκια, καλλωπιστικά φυτά, κατοικίδια ζώα κοκ.
Παρατηρούμε έτσι μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον κοινωνικό χώρο: όσο πιο προσεγμένος, πολλές φορές στα όρια της πολυτέλειας, είναι ο πρώτος, τόσο πιο παρατημένος, αφημένος στη μοίρα του είναι ο δεύτερος. Σχολεία, πεζοδρόμια, πάρκα, δημόσιοι χώροι, κάδοι σκουπιδιών, αλάνες με μπάζα, δρόμοι, διαβάσεις πεζών, τρόποι πρόσβασης από άτομα με κινητικά προβλήματα, όλα αυτά με την παρουσία τους ή την απουσία τους, ανάλογα, εντυπωσιάζουν με το πόσο υποβαθμισμένα δείχνουν σε σχέση με τις κατοικίες. Ας αναλογιστούμε μόνο τι ποιότητα έ-χουν τα καινούρια, τουλάχιστον, σπίτια στο δήμο και τι ποιότητα έχουν οι σχολικοί χώροι. Έχει ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς την εκπαιδευτική λειτουργία που έχει αυτό στα παιδιά, τι δίπολο α-ξιών τους καλλιεργεί: το ιδιωτικό είναι όμορφο και ασφαλές ενώ το δημόσιο άσχημο και επικίνδυ-νο.
Ωστόσο τα προβλήματα του δήμου είναι πιεστικά. Έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο πληθυσμός αυξάνεται και σε λίγο θα είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να δοθούν ριζικές και σωστές λύσεις. Με την τωρινή κατάσταση ο τόπος είναι μπλοκαρισμένος. Μια κοντόφθαλμη ομάδα ασκεί μια δια-χειριστική και επικίνδυνη πολιτική με μόνο της στόχο την διατήρησή της στην εξουσία. Τα παρα-δείγματα και οι αποδείξεις είναι πολλά και μπορούμε να ανατρέξουμε στα σημαντικότερα σ’ αυτό το περιοδικό και όχι μόνο. Ωστόσο το θέμα δεν είναι η αλλαγή με μια «καλύτερη» διαχειριστική ομάδα. Το θέμα είναι η ενεργοποίηση των ίδιων των πολιτών. Η διαχείριση του δημοσίου χώρου από επαγγελματίες, που είναι ένα γενικότερο φαινόμενο, έχει αποδειχθεί ότι βλάπτει και την δημο-κρατία, και το περιβάλλον και την ίδια την ποιότητα της ζωής μας. Η ανάθεση των λύσεων στους από μηχανής θεούς και τους «επαΐοντες» απωθεί τους πολίτες στην ιδιωτεία, την ανευθυνότητα και την αδιαφορία ενώ το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο: μια "κοινωνία πολιτών", υπεύθυνη, με ιδανικά, η οποία να μπορεί να δίνει λύσεις.
Θα κυριαρχήσει η έγνοια και η αγάπη για τον καινούργιο τόπο – τον τόπο μας ή θα επικρατήσει η ιδιωτεία και η αδράνεια; Θα γίνει δυνατό να συσταθεί μια κοινωνία πολιτών ή θα ανακυκλώνεται εσαεί μια εν λευκώ εξουσιοδότηση των «τεχνικών της εξουσίας»;
Σε άλλες εποχές οι χαρακτηριζόμενοι προοδευτικοί επένδυαν τις ελπίδες τους για κοινωνική συνεί-δηση, χειραφέτηση και απαλλαγή από δεισιδαιμονικούς τρόπους σκέψης στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και την εκπαίδευση. Σήμερα έχουμε ένα παράδειγμα μιας κοινωνικής ομάδας που, όπως είδαμε, και εκπαίδευση έχει, και εμπειρία στην κοινωνική και επαγγελματική οργάνωση, και αναμφίβολα κάποιο σημαντικό επίπεδο παιδείας. Η ομάδα αυτή αντιμετωπίζει προβλήματα που είναι κατά κάποιο τρόπο του χεριού της, που μπορεί να τα λύσει αν επιθυμεί ή τουλάχιστον να δρομολογήσει τη βελτίωση και τις προϋποθέσεις για τη λύση τους και παρόλα αυτά, παραδόξως, μένει σιωπηλή και αδρανής.
Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε καμιά ένταση ανάμεσα στις δύο ομάδες, όπως σχηματικά τις αποκαλέσαμε, για μεθοδολογικούς καθαρά λόγους. Απλώς πιστεύουμε ότι η πρώτη είναι δέσμια μιας κατάστασης και δεν μπορεί να αναλάβει μια πρωτοβουλία απαγκίστρωσης ενώ η δεύτερη εξαιτίας του ότι δεν έχει προλάβει να σχηματίσει ακόμα τέτοιου είδους μικροεξαρτήσεις από τις τοπικές αρχές και το περιρρέον κλίμα, έχει την ευαισθησία και την γνώση να αλλάξει την κατάσταση, και μπορεί να λειτουργήσει σαν κινητήριος τροχός ώστε να δραστηριοποιηθεί και η πρώτη ομάδα σε ένα κλίμα γενικότερου και δημόσιου συμφέροντος και να απεμπλακεί από τυχόν κοντόφθαλμες και αδιέξοδες πολιτικές. Άλλωστε ο τόπος έχει σημαντικότατη προοδευτική παρά-δοση, αξιοζήλευτη θα έλεγα, και οι πιο δραστήριοι και αξιόλογοι συνδημότες, με ουσιαστικό εν-διαφέρον για τον τόπο, προέρχονται από εδώ.