1 Νοε 2009

Η εκλογική μας τραμπάλα

Αλέκος Τζιόλας, Τρίλοφος
Λειτούργησε και πάλι ο θεσμός των εκλογών, που κάθε τέσσερα χρόνια θέτει σε λειτουργία το δημοκρατικό μας πολίτευμα, ώστε να μπορεί ο πολίτης να ψηφίζει και να επηρεάζει ψηφίζοντας τις εξελίξεις. Στην ίδια όμως διαδικασία εμπεριέχεται και ο αδιόρατος μηχανισμός εξουδετέρωσης αυτής της δυνατότητας της κοινωνίας να επηρεάζει με τη συμμετοχή της τις εξελίξεις. Έτσι επιτυγχάνεται η ακύρωση του μεγαλύτερου κοινωνικοπολιτικού επιτεύγματος στην ιστορία του ανθρώπου, του καθολικού δικαιώματος των πολιτών να ψηφίζουν, για να καθορίζουν τις τύχες τους οι ίδιοι.
Το μέγεθος φαλκίδευσης του εκλογικού δικαιώματος και της δημοκρατίας γενικά φαίνεται από το απλό γεγονός ότι ο λαός συμμετέχοντας στην εκλογική διαδικασία εγκρίνει με την ψήφο του την υπαγωγή του στην εξουσία της οικονομικής ολιγαρχίας και αυτό συνιστά ένα διπλό οξύμωρο: Πώς κατά πρώτον είναι δυνατόν το «πλήθος», με την αρχαία σημασία του όρου, να εκχωρεί το ζωτικό του δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του στους λίγους ισχυρούς και κατά δεύτερον πώς η δημοκρατία κατά τη λειτουργία της μετατρέπεται σε ολιγαρχία. Πιο αναλυτικά: Η ύπαρξη της δημοκρατίας οφείλεται στην αναγνώριση της ισότητας μεταξύ των πολιτών -και των ανθρώπων- άρα αναγκαστικό της αίτιο ή σημείο εκκίνησής της είναι η ισότητα. Το τελικό της αίτιο ωστόσο, που θα ’πρεπε πάλι να είναι η ισότητα, στρεβλώνεται σε ανισότητα. Η πρώτη δηλαδή ισότητα του αναγκαστικού αιτίου αναιρεί τη δεύτερη του τελικού αιτίου, που εν δυνάμει, ως αυτονόητη επιδίωξη εμπεριέχεται στην πρώτη. Και αυτό είναι το μεγάλο θαύμα του καπιταλισμού ή της εκφυλισμένης αστικής δημοκρατίας, να κυβερνούν οι λίγοι οικονομικά ισχυροί με την εκλογική συναίνεση των πολλών.
Η αυτοαναίρεση του «πλήθους» και της δημοκρατίας, επιτυγχάνεται αριθμητικά και ιδεολογικά. Αριθμητικά με την αλχημιστική ανάδειξη της μειοψηφίας σε πλειοψηφία. Σύμφωνα με τον υπάρχοντα νόμο μπορεί ένα κόμμα με τη μειοψηφία του 44% να έχει κάλλιστα κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να κυβερνά αυτοδύναμα. Το δε 44% δεν είναι το πραγματικό ποσοστό αυτού του κόμματος, γιατί στον υπολογισμό του δε λήφθηκαν υπόψη η αποχή, τα λευκά και τα άκυρα, ενώ στην κοινοβουλευτική του αριθμητική δύναμη εμπεριέχονται και τα ποσοστά των κομμάτων που δεν μπαίνουν στη Βουλή. Όλα αυτά αθροισμένα μπορεί να ανέρχονται στο ύψος του 25-30%. Κατά τον υπολογισμό όμως του 44% αυτά δε συνυπολογίζονται, γιατί από πιο πριν έχουν αφαιρεθεί από το 100% και το 70% που απομένει ανάγεται κατόπιν στο 100% και από δω προκύπτει το 44% κι έτσι προσαυξάνεται τεχνητά ίσως και κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες. Επομένως με ένα πραγματικό ποσοστό της τάξης του 30-35% μπορεί ένα κόμμα να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να μας κυβερνά, ωσάν να έχει πλειοψηφία. Δε νομίζω ότι σε μια δικτατορία το εύρος του λαϊκού ερείσματος είναι πάντα μικρότερο.
Η δεύτερη μέθοδος, η ιδεολογική, συνίσταται σε ιδεολογικές ποδηγετήσεις και παγιδεύσεις. Οι ποδηγετήσεις πραγματοποιούνται με κάθε είδους ιδεολογήματα ή μυθεύματα και οι παγιδεύσεις με λογιών λογιών εκβιασμούς.
Ένα μύθευμα είναι ότι στο καθεστώς που ζούμε μπορεί ο καθένας να πλουτίσει και να μεταπηδήσει από την κατώτερη τάξη στην ανώτερη είτε με τις ικανότητές του και τη δράση του είτε ακόμη και με την τύχη. Γι’ αυτό δίνονται απεριόριστα πεδία δράσης στον τζόγο, ώστε να εμπεδώνεται ο μύθος κι ας αποτελούν μεμονωμένες εξαιρέσεις αυτές οι μεταπηδήσεις είτε γίνονται μέσω ικανοτήτων τάχα είτε καθαρά μέσω της τύχης. Η εμπέδωση του εσφαλμένου συλλογιστικά ισχυρισμού της δυνατότητας του καθένα να πλουτίζει και η καλλιέργεια παράλληλα της ελπίδας πλουτισμού φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου με εκείνο της ίδιας της πραγματικότητας. Αν δηλαδή είναι να δώσουμε κάτι σ’ έναν άνθρωπο, προκειμένου να έχουμε τη συμπεριφορά που θέλουμε, δίνοντάς του απλώς την ελπίδα ότι θα αποκτήσει αυτό το κάτι, εξασφαλίζουμε τη συμπεριφορά που θέλουμε χωρίς να του το δίνουμε.
Άλλο μύθευμα είναι το πρόταγμα της αξιοκρατίας, που υποσκελίζει με εύσχημο τρόπο την αρχή της ισότητας και την καταπατά χωρίς την πρόκληση αντιδράσεων. Οι φτωχοί είναι φτωχοί λόγω ανικανότητάς τους και οι πλούσιοι πλούσιοι λόγω των ικανοτήτων τους. Κατ’ επέκταση οι πρώτοι χρωστάνε τη ζωή τους στους δεύτερους, καθώς αυτοί είναι οι εργοδότες τους και χάρη σ’ αυτούς εξασφαλίζουν τον επιούσιο.
Ιδεολογική παγίδευση είναι για παράδειγμα η επιβολή της πρόταξης του εφικτού, που δεν αφήνει περιθώρια για υπερβάσεις και οράματα. Ακόμα και η συναφής έννοια της αποτελεσματικότητας έχει ανακηρυχθεί και αυτή σε μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης των πολιτικών πράξεων, αφήνοντας απ’ έξω κάθε οραματιστική ιδέα και αξία. Εγκλωβισμένη η κοινωνία μας στα στενά ιδεολογικά όρια του εφικτού και της αποτελεσματικότητας δεν ονειρεύεται, δεν οραματίζεται, δεν πιστεύει πια σε ανατάσεις και ανατροπές παρά μόνο στη συντήρηση της υπάρχουσας κατάστασης και στην αποφυγή επιδείνωσής της. Έχει συνείδηση του χαλκά στη μύτη της που της έβαλε το σύστημα, για να τη σέρνει πίσω του, και ξέρει πως, αν δε συρθεί με τη θέλησή της, θα τραβήξει το χαλκά το σύστημα και θα πονέσει. Έναν τέτοιο πόνο προαισθάνθηκε ότι θα νιώσει αν ισχύανε τα προεκλογικά μέτρα της Νέας Δημοκρατίας και προτίμησε να υπερψηφίσει το ΠΑΣΟΚ, που της υποσχέθηκε λιγότερο βίαιο τράβηγμα του χαλκά της. Έχει ξεχάσει εντωμεταξύ ότι αυτό το κόμμα λεοντάριζε κάποτε κατά του συστήματος και στο συμβόλαιο με το λαό που είχε υπογράψει είχε δεσμευτεί να σπάσει το χαλκά που του βαλε το σύστημα, ώστε να τον απελευθερώσει. Έχει ξεχάσει επίσης ότι εκείνο πρώτο με τις ιδιωτικοποιήσεις τού ’σφιξε το χαλκά περισσότερο. Λόγω της αμνησίας το πρόσφατο κακό φαντάζει πάντα πολύ πιο επώδυνο από το προγενέστερο κι έτσι ο λαός βρίσκει τη λύση στο πρόβλημα της εξάρτησής του στην εναλλαγή. Τον έχουνε πείσει βαθιά ότι δεν αλλάζει αυτό το καθεστώς και επιπρόσθετα είναι τρομερό πράμα η ακυβερνησία. Αποτέλεσμα η δημοκρατική διαδικασία των εκλογών να καταλήγει να είναι μια τραμπάλα μεταξύ δύο μονομάχων, όπου, όταν πέφτει ο ένας, ανυψώνεται ο άλλος και όσο μεγαλύτερη είναι η πτώση του ενός τόσο μεγαλύτερη είναι η ανύψωση του άλλου.
Ο συντάκτης του κειμένου δεν είναι αναβάτης σ’ αυτή την εκλογική τραμπάλα και δεν έχει λόγους να χαίρεται από την άνωση του ενός ή του άλλου. Παρακολουθεί όμως ως θεατής και γελάει με την ανθρώπινη φιλαυτία, που βλέπει να «κορδώνονται» αυτοί που ανυψώνονται, όταν ανυψώνονται, καθώς νομίζουν ότι αυτό το πετυχαίνουν χάρη σε δική τους ανυψωτική ικανότητα και όχι χάρη στην πτώση των δεύτερων. Κι ενώ είναι όλα τόσο τραγικά και ιδίως επειδή επαναλαμβάνονται, χαζεύοντας την τραμπάλα ξεχνιέται, ο συντάκτης του κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: