8 Νοε 2009

Η ιστορία του άρχοντα ενός μικρού φτωχού χωριού

Ο παππούς που θυμάται παλιές ιστορίες



Στα παλιά χρόνια υπήρχε ένας άρχοντας που διαφέντευε εκτός από το δικό του και κάποιο άλλο μικρό φτωχό χωριό, του οποίου την ιστορία θέλω να σας διηγηθώ.
Αν έχετε στην καρδιά σας κάποιο άλλο χωριό με τις ίδιες ομοιότητες, σίγουρα θα πρόκειται για απλή σύμπτωση.
Το χωριό αυτό λοιπόν ήταν φτωχό από κάθε άποψη, όπως θα δούμε στη συνέχεια και είχε πάρα πολλά προβλήματα, από τα οποία τα πιο σημαντικά ήταν και το ότι είχε πολύ κακούς δρόμους (ακόμη και για τα βόδια που έσερναν τα κάρα), κάθε σπίτι είχε δικό του λάκκο που μάζευε τις ακαθαρσίες, δεν είχε σχολεία ώστε να χωράνε όλα τα παιδιά, ούτε πλατείες, ούτε και χωράφια ελεύθερα για να παίζουν τα παιδιά.
Κάποια ελεύθερα χωράφια που υπήρχαν, ο άρχοντας τα χάρισε μαζί με κάποιον ανώτερο άρχοντα στο Θεό, με την ελπίδα ότι Εκείνος θα τους βοηθήσει (οικονομικά;) και θα τους φωτίσει ώστε να είναι πάντα στην εξουσία…
Το νερό του χωριού οι χωριανοί δεν το έπιναν, γιατί ήταν ακάθαρτο και πίνανε νερό φερτό από τα μακρινά βουνά της Ηπείρου (Ζαγόρι) και από πολλά άλλα μέρη.
Επίσης το παλιό σχολείο, δεν χωρούσε όλα τα παιδάκια του χωριού και έτσι μερικά τα στέλνανε αρχικά σε ένα παλιό κτίριο (για να παίζουν το Κρυφό Σχολειό;) και αργότερα σε κάτι στραβά τοποθετημένα μακρόστενα κτίρια σαν κουτιά, καθώς και σε μικρά σπιτάκια που τα έφτιαχναν πρόχειρα εδώ και κει, ώστε να χωρέσουν όλα.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως, ήταν η φτωχή νοοτροπία αρκετών κατοίκων του χωριού, οι οποίοι είχαν ταυτίσει το κοινό καλό με τα προσωπικά τους συμφέροντα. Αυτό δεν χρειαζόταν και πολλές γνώσεις για να το καταλάβει ακόμα και ο άρχοντας, ο οποίος τους αγαπούσε μεν όπως και εκείνοι, αλλά δεν είχε τα μέσα για να τους βοηθήσει, αφού έπρεπε να φροντίσει πρώτα τους ανθρώπους του δικού του μεγάλου χωριού…
Και για να μην τον παρεξηγήσουν οι χωρικοί, όταν του έκαναν παράπονα, τους έλεγε κάθε φορά περίπου τα ίδια: «να έχουν υπομονή και σύντομα όλα θα γίνουν» και ότι για όλα τα κακά έφταιγε ο προηγούμενος άρχοντας !! (το έχετε ξανακούσει αυτό;).
Ο καιρός όμως περνούσε χωρίς να γίνεται κάτι, οι ανάγκες μεγάλωναν και μαζί τους μεγάλωναν κα τα παράπονα του κόσμου, διότι καταλάβαιναν ότι ο άρχοντας τους εμπαίζει. Αυτό το μάθαινε όμως και ο άρχοντας. Πως; Του το έλεγαν οι τοπικοί έμπιστοί του!! Είχε βλέπετε, φροντίσει ο άρχοντας και έβαζε σε καίρια πόστα τους δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι τον δικαιολογούσαν στους διαμαρτυρόμενους χωριανούς, όποτε αυτοί αγανακτούσαν και έκαναν διάφορα παράπονα. Οι δικοί του λοιπόν κρυφάκουγαν και εκείνος φρόντιζε να καθησυχάζει τον κόσμο με γιορτές και πανηγύρια, που άρεσαν πολύ στους χωρικούς και ξεχνούσαν για λίγο τα προβλήματα.
Έτσι, είχε δικό του τον πρόεδρο του χωριού, που όλα τα έβλεπε ρόδινα και καλά, τον δάσκαλο, ο οποίος έκανε πως ήταν τάχα κι’ εκείνος αγανακτισμένος, αλλά όταν του έλεγαν να διαμαρτυρηθεί μαζί με άλλους, επειδή π.χ. το σχολείο του ήταν μικρό και δε χωρούσαν τα παιδιά, εκείνος έλεγε: «εμένα μη με ανακατεύετε με αυτά» και άλλοτε, προκειμένου να προστατέψει τον άρχοντα, άλλοτε καταργούσε ακόμη και τις γιορτές λήξης της χρονιάς, ενώ για την προβολή του έστηνε γιορτές και πανηγύρια.
Είχε επίσης δικό του και τον άνθρωπο, που τον έβαλαν οι γονείς των παιδιών του σχολείου να φροντίζει τα προβλήματά τους, (ο οποίος τριγυρνούσε στο χωριό με ένα ακριβό κάρο, που το έσερναν πολλά άλογα) και ο οποίος αγαπούσε κρυφά τον άρχοντα, διότι εκείνος του εμπιστεύθηκε να περιποιείται και τα δικά του κάρα. Ήταν μάλιστα πάντα πρόθυμος για κάθε ανάγκη του άρχοντα ή του προέδρου του χωριού, (κι’ ας είχε βάλει στο μάτι τη θέση του) και έτρεχε όλη μέρα για να προλάβει κάθε τι που θα έβλαπτε τον άρχοντα, ακόμα κι’ αν ήταν σε βάρος των συμφερόντων των παιδιών. Επίσης τον ίδιο άνθρωπο συμπαθούσε κατά σύμπτωση και ο δάσκαλος, γιατί ήταν πάντα πρόθυμος και του έκανε για κάποιο διάστημα όλα τα θελήματα του σχολείου. Με άλλα λόγια βοηθούσαν μαζί οι δύο τους τις ανάγκες του άρχοντα.
Οι χωριανοί τα έβλεπαν όλα αυτά. Όμως, άλλος επειδή είχε μαγαζί, άλλος επειδή θα άνοιγε μαγαζί και ήθελε να τάχει καλά με όλους, άλλος επειδή περίμενε κι’ αυτός δουλεία από τον άρχοντα, άλλος που ήταν συνεργάτης του άρχοντα και είχε το παιδί του να πληρώνεται σε δουλειά του χωριού ανύπαρκτη (ο ίδιος περιέργως συνήθιζε να φιλάει όσες γυναίκες συναντούσε στο χωριό, για να τις καλοπιάσει!!) και άλλος επειδή είχε το παιδί του ή και τον εαυτό του στη δούλεψη του άρχοντα, τα παράβλεπαν όλα και δε μιλούσαν. Και επειδή στο χωριό συνέβαινε να είναι οι περισσότεροι μεταξύ τους συγγενείς και κουμπάροι, συμφωνούσαν δυστυχώς όλοι στο «έτσι είναι αυτά»!!! Και αν κάποιος τολμούσε και μιλούσε ανοιχτά για κάτι από αυτά τα στραβά που συνέβαιναν, τον κατηγορούσαν ότι ήταν τσιράκι του προηγούμενου άρχοντα.
Υπήρχε βέβαια και αυτό που υπάρχει σε κάθε ιστορία, η καλή γυναίκα από το νησί, στην οποία ο άρχοντας (και ο πρόεδρος του χωριού) ανέθεσαν να προσέχει όλες τις γυναίκες του χωριού, ώστε να είναι ευχαριστημένες με τον άρχοντα. Και τι δεν έκανε αυτή γι’ αυτό. Έτρεχε η καημένη όλη μέρα και ανακατεύονταν παντού και σε όλα, παραμελώντας και τα προσωπικά της ακόμα. Μερικές φορές μάλιστα από το πολύ τρέξιμο έβρισκε και τον μπελά της από τον πρόεδρο του χωριού (και από τη γυναίκα του), ο οποίος για να την τιμωρήσει της έπαιρνε τα κλειδιά του γραφείου της (άλλο πάλι κι’ αυτό). Εκείνη όμως για χάρη του άρχοντα, τα ξεπερνούσε όλα υπομονετικά. Όπως βλέπετε, ο άρχοντας δεν ήταν άσχετος. Είχε μάθει όλα τα κόλπα της δουλειάς. Κάποια μέρα ο καλός θεός, (που του είχαν δώσει οι δύο άρχοντες τα χωράφια),έδωσε στο δικό μας άρχοντα την ευκαιρία, να τακτοποιήσει μερικές έστω από τις υποσχέσεις που κατά καιρούς είχε δώσει στους κατοίκους του μικρού φτωχού χωριού και να τους ευχαριστήσει. Του έστειλε λοιπόν κάποιους, με παράδες πολλούς, για να αγοράσουν ένα μεγάλο χωράφι, το μοναδικό αξιόλογο που είχε το φτωχό χωριό. Εκείνος, αφού σκέφτηκε έξυπνα και σοφά το θέμα, και αφού κατάφερε με πολλά κόλπα να πείσει ακόμα και αυτούς που είχαν αντίθετη άποψη, χάρισε το χωράφι στους άφωνους παραλήδες (που το ήθελαν για να κάνουν κι’ αυτοί ένα-δύο μαγαζάκια και να ζήσουν με άνεση τις οικογένειές τους οι άνθρωποι), δείχνοντάς τους έτσι, πόσο μεγαλόψυχος, φιλάνθρωπος και υπεράνω χρημάτων ήταν. Πραγματικός άρχοντας!!!
Τους είπε μάλιστα, ότι δεν θα υπήρχε μεγαλύτερη ανταπόδοση, από το να δώσουν στα μαγαζιά που θα έφτιαχναν στο μεγάλο χωράφι, το όνομα του μεγάλου χωριού!!!
Για το ίδιο πράγμα έπεισε με δικούς του ανθρώπους, όλους τους κατοίκους και του δικού του μεγάλου χωριού και όσων χωριών διαφέντευε. Τους έπεισε πράγματι όμως;
Πέρασε πολύς καιρός από τότε και δεν θυμάμαι, αν έζησαν όλοι αυτοί καλά και για πολύ καιρό με τον ίδιο άρχοντα, ή ….
Όπως σας είπα στην αρχή, κάθε ομοιότητα με άλλο χωριό, σίγουρα θα πρόκειται για απλή σύμπτωση…
Σας χαιρετώ.
Ο παππούς που θυμάται…

Δεν υπάρχουν σχόλια: