Δημοτική Κίνηση "Ενότητα-Πρόοδος για τη Μίκρα"
Η έννοια, οι θεσμοί και η λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Τ.Α.) αποτέλεσαν ανέκαθεν προνομιακά πεδία για την παρέμβαση ενός ευρύτερου κινήματος στη χώρα μας, που στην πορεία του χρόνου έλαβε τα χαρακτηριστικά αυτού που συνηθίζεται να αποκαλείται προοδευτικό αυτοδιοικητικό κίνημα.
Το πρόγραμμα Καλλικράτης φιλοδοξεί – κατά την κυβέρνηση – να αποτελέσει ιστορική διοικητική μεταρρύθμιση (δ.μ.) γιατί όπως λέει «αποτελεί κοινή συνείδηση όλων των Ελλήνων πολιτών ότι είναι όσο ποτέ άλλοτε επιτακτική η ριζική δομική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, η διοίκηση και η αυτοδιοίκηση στη χώρα μας». Ακόμη σύμφωνα με τους συντάκτες του σχεδίου – «Γίνεται σαφές ότι η νέα αρχιτεκτονική πρέπει να στοχεύει σε ένα δήμο με αναπτυξιακό και κοινωνικό ρόλο, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, που παρέχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στους πολίτες, αποτελώντας βασικό πυλώνα της τοπικής ανάπτυξης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου αποτελεί η γενναία ανακατανομή αρμοδιοτήτων και πόρων ανάμεσα στο κράτος και την Τ.Α.».
Πως όμως, οι ωραίες αυτές διακηρύξεις θα γίνουν πράξη;
Πως θα επιτευχθούν τα παραπάνω (πόροι, αρμοδιότητες, ανθρώπινο δυναμικό, έλεγχος κλπ), όταν στο πρόγραμμα δεν υπάρχουν άλλες ειδικές αναφορές , εκτός από τη μείωση των Δήμων και Κοινοτήτων από 1034 σε 370, με αποτέλεσμα ο μέσος πληθυσμός ανά Δήμο να ανέρχεται σε 30.000 κατοίκους έναντι 5.000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).
Μελετώντας κανείς τις επιμέρους διατάξεις του σχεδίου καταλήγει στις εξής διαπιστώσεις:
► Πρόκειται για σχέδιο πρόχειρο, αποσπασματικό, που στην ουσία αποτελεί συρραφή θέσεων του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ).
► Το χωρίζει μεγάλη απόσταση από τις θέσεις του προοδευτικού αυτοδιοικητικού κινήματος.
► Διακρίνεται η σαφής προσπάθεια μεταφοράς του συγκεντρωτικού δικομματικού μοντέλου της κεντρικής διοίκησης στην Τ.Α.
Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τη διατήρηση του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος για την ανάδειξη των αιρετών. Η μη καθιέρωση της απλής αναλογικής, ιδιαίτερα τώρα που δημιουργούνται τεράστιοι απρόσωποι Δήμοι και το προσωπικό στοιχείο εξαφανίζεται πλήρως, θα οδηγήσει στην πλήρη επικράτηση των μεγάλων κομματικών παρατάξεων, αφού το αποκλειστικό κριτήριο επιλογής των πολιτών θα είναι το πολιτικο-κομματικό.
Η επιμονή μας στο εκλογικό σύστημα δεν οφείλεται μόνο στην ανάγκη της ακριβούς και πιστής καταγραφής του συσχετισμού δυνάμεων που δημιουργούν οι πολίτες με την ψήφο τους, αλλά και σε άλλους εξίσου σπουδαίους λόγους, όπως:
► Θα αποτελούσε σημαντικό κίνητρο για τη δραστηριοποίηση ενεργών πολιτών, χωρίς τον καταναγκασμό του «τσουβαλιάσματος» τους σε παρατάξεις εξουσίας.
► Εξασφαλίζει την πολύτιμη για την Τ.Α. εκπροσώπηση ΟΛΩΝ των υπαρκτών τάσεων, ρευμάτων και απόψεων και την απαραίτητη πολυφωνία, που αποτελεί προϋπόθεση ενεργοποίησης του συνόλου των πολιτών κάθε Δήμου (χωρίς αίσθηση αποκλεισμού).
► Θα ήταν σημαντικός φραγμός στην ανευθυνότητα των Δημάρχων, που προκειμένου να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους δε διστάζουν «να τα δίνουν όλα» ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο της θητείας τους (δάνεια ακόμη και για λειτουργικές δαπάνες που υποθηκεύουν το μέλλον των Δήμων, εκμαυλισμό συνειδήσεων μέσω ρουσφετολογικών προσλήψεων κλπ).
Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας των νέων Δήμων, που στην ουσία μετατρέπονται σε τοπικές διοικήσεις, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί. Αυτό επιτυγχάνεται με τις εξής ρυθμίσεις:
► Ενώ δημιουργούνται τεράστιοι σε έκταση και σε πληθυσμό Δήμοι, αντί να ενισχυθούν τα Τοπικά Συμβούλια με ουσιαστικές αρμοδιότητες και πόρους, που να επιτρέπουν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τουλάχιστον τα τρέχοντα προβλήματα καθημερινότητας, αυτά διατηρούνται ως διακοσμητικά όργανα και στη θέση τους θεσπίζεται ο θεσμός του τοπικού αντιδημάρχου για κάθε πρώην Δήμο, ο οποίος θα διορίζεται από τον Δήμαρχο. Μ’ αυτόν τον τρόπο χάνεται το στοιχείο της εγγύτητας πολιτών και αιρετών της Τ.Α. και σβήνει κάθε προοπτική καθιέρωσης θεσμών άμεσης δημοκρατίας και συμμετοχής των πολιτών στα κοινά.
Με το νέο σχέδιο ενισχύονται ακόμη περισσότερο τα μονοπρόσωπα όργανα (Δήμαρχος, Περιφερειάρχης) σε βάρος των συλλογικών (Δ.Σ., Π.Σ.). Και αν προχωρήσει το αρχικό σχέδιο, που προβλέπει καθολική εκλογή μόνο του Δημάρχου και του Περιφερειάρχη και εκλογή των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων σε επιμέρους εκλογικές περιφέρειες (πρώην Δήμοι, πρώην Νομαρχίες) αντιλαμβάνεται ο καθένας σε πόσο ισχυρό παράγοντα μετατρέπεται ο κάθε Δήμαρχος και Περιφερειάρχης.
Μια άλλη παράγραφος είναι αποκαλυπτική για το πώς φαντάζεται η κυβέρνηση την επίτευξη των περιγραφόμενων στόχων: «με οικονομίες κλίμακας σε οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους», δηλαδή με τη μείωση των αιρετών και τη συγχώνευση ή κατάργηση δημοτικών επιχειρήσεων, με δραστική μείωση του απασχολούμενου προσωπικού και των παρεχόμενων υπηρεσιών. Άλλωστε ο πρωθυπουργός ήταν ξεκάθαρος στο χαιρετισμό του στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ. «Η Διοικητική Μεταρρύθμιση (Δ.Μ.) θα προχωρήσει ΑΜΕΣΑ, επειδή έχει συμπεριληφθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης και έχει σαν στόχο την εξοικονόμηση πόρων και σ’ αυτόν τον τομέα».
Όσοι έτρεφαν ψευδαισθήσεις ότι με τη Δ.Μ. θα αυξηθούν τα διαθέσιμα κονδύλια για τη στήριξή της καλό είναι να τις ξεχάσουν. Άλλωστε, ήδη, έχουμε περικοπή κατά 30% στην απόδοση των θεσπισμένων πόρων υπέρ της Τ.Α.
Οι νέοι Δήμοι που θα δημιουργηθούν, αν θέλουν να προσφέρουν έργο, θα πρέπει να βασίζονται κυρίως στις δικές τους δυνάμεις (επιβολή τοπικής φορολογίας, αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας) και όχι σε αναδιανομή των κρατικών πόρων οι οποίοι μειώνονται.
Δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, τυχαίο ότι τα κεφαλαιώδη ζητήματα των αρμοδιοτήτων και των πόρων παραμένουν θολά. Φαίνεται ότι στόχος της κυβέρνησης είναι η μεταφορά και άλλων αρμοδιοτήτων στους Δήμους (όπως σχολική στέγη, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας κ.α.) χωρίς τους αντίστοιχους πόρους, όπως δείχνει η εμπειρία από τον Καποδίστρια (συντήρηση σχολείων, παιδικοί σταθμοί κ.α.), όπου οι πόροι πάγωσαν τα προηγούμενα χρόνια και μειώθηκαν φέτος και σε απόλυτους αριθμούς, με συνέπεια να καλούνται οι Δήμοι να καλύπτουν και αυτές τις ανάγκες με τα πενιχρά τους έσοδα.
Θα μπορούσε να αναφέρει κανένας και πολλές άλλες διαπιστώσεις, θα χρειαζόταν όμως ο χώρος ενός ολόκληρου περιοδικού για να τις αναλύσει. Όλα όμως οδηγούν σε μια βασική διαπίστωση. Ότι έχουμε σοβαρή οπισθοδρόμηση σε σχέση με το υπάρχον πλαίσιο. Δυστυχώς για όλα τα παραπάνω ούτε γίνεται ούτε πρόκειται να γίνει διάλογος, αφού δεν τον επιθυμούν οι μεγάλες παρατάξεις που συμφωνούν στην ουσία της προτεινόμενης μεταρρύθμισης. Η όλη συζήτηση έχει περιοριστεί αποκλειστικά στο θέμα των συνενώσεων.
Γι’ αυτό είναι ανάγκη παρατάξεις, όπως η δική μας, που δε βολεύονται στην επιφανειακή ενασχόληση με το ζήτημα, να ανοίξουν αυτό το διάλογο και να προσπαθήσουν να κάνουν συμμέτοχους όσο γίνεται περισσότερους πολίτες, αφού δική μας πεποίθηση είναι ότι τέτοιας έκτασης μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν σοβαρά τη ζωή μας πρέπει να μελετώνται σε βάθος ώστε να αποτρέπονται, κατά το δυνατόν, οι αρνητικές συνέπειες.
Θέματα αυτού του διαλόγου ενδεικτικά θα μπορούσαν να είναι:
► Απολογισμός εφαρμογής του Καποδίστρια.
► Καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας.
► Ενθάρρυνση συμμετοχής των πολιτών.
► Φύση και περιεχόμενο της μεταρρύθμισης.
► Αρμοδιότητες και πόροι υλοποίησης τους.
► Εθελοντικές συνενώσεις με ισχυρά κίνητρα και άλλα πολλά.
Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός τέτοιου διαλόγου αποτελεί η άνεση χρόνου και ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ η ύπαρξη βούλησης, που φαίνεται ότι δεν υπάρχει.
Επειδή όμως η διοικητική μεταρρύθμιση και οι συνενώσεις θα προχωρήσουν ανεξάρτητα από τις δικές μας απόψεις και προθέσεις, με το γνωστό από το παρελθόν τρόπο (δηλαδή στο παρασκήνιο), εμείς ως δημοτική κίνηση θα κληθούμε να λάβουμε θέση.
Με βάση, λοιπόν, τις πιο πάνω εκτιμήσεις και με την εύλογη επιφύλαξη να καταλήξουμε σε οριστική τοποθέτηση, αφού ακούσουμε και τις γνώμες πολιτών και φορέων, κλίνουμε προς την κατεύθυνση της συνένωσης των Δήμων Μίκρας και Επανομής (ΜΟΝΟΝ) σε έναν ενιαίο καινούργιο Δήμο για τους εξής λόγους:
► Γεωγραφικούς (εγγύτητα και συμπληρωματικότητα εκτάσεων).
► Πολιτισμικούς (ισχυροί δεσμοί από το παρελθόν μεταξύ μας).
► Οικονομικούς (ο νέος Δήμος που θα προκύψει θα είναι ισχυρός, με έκταση περίπου 200.000 στρεμμάτων και εκτιμώμενο πληθυσμό 35-40.000 κατοίκων, με τάση αύξησης).
► Κυρίως λειτουργικούς ( ο νέος Δήμος με το μέγεθός του θα μπορεί να ελεγχθεί και να «κουμανταριστεί», ενώ και η εγγύτητα και η επαφή πολιτών και εκλεγμένων διατηρείται σε σημαντικό βαθμό).
► Επιπλέον το ειδικό βάρος του κάθε πρώην Δήμου θα διατηρηθεί ισχυρό, αφού δεν θα υπάρχει ούτε κυρίαρχος οικισμός ούτε καταθλιπτικά ισχυρός πρώην Δήμος, ώστε η σχέση να είναι ετεροβαρής.
► Ο νέος Δήμος θα έχει θετικές προοπτικές ανάπτυξης σε όλους τους τομείς: οικιστικός, τουριστικός (ευρύ θαλάσσιο μέτωπο), γεωργικός (με σύγχρονες εφαρμογές βιολογικής γεωργίας), δευτερογενής τομέας ήπιας ανάπτυξης κλπ.
Διαβάστε τη συνέχεια...