Αλέκος Τζιόλας, Τρίλοφος
Όλοι μας μείναμε άναυδοι από την αντίδραση της σημερινής γενιάς των δεκαπεντάχρονων ίσως όχι τόσο από την έκταση και ένταση που είχε όσο από την ίδια την εκδήλωσή της. Κανείς δεν περίμενε κι ούτε πίστευε ότι σε μια τόσο χειραγωγημένη και ελεγχόμενη κοινωνία θα εκδηλωθεί κάποια άξια λόγου αντίδραση απέναντι στην ασχήμια της. Γιατί η ασχήμια της είναι καθολική, διαπερνά όλες τις δομές και όλες τις «στρώσεις» της, πράγμα που δεν επιτρέπει «διαβλέψεις» σαν τις προηγούμενες. Τα μέλη της κοινωνίας αυτής, της δικής μας κοινωνίας, που έχουνε στα χέρια τους την τύχη της, άρα εμείς οι μεγάλοι, καταφέραμε με τις ιδιοτέλειές μας να «μπλοκάρουμε» από καιρό την Ιστορία, να έχουμε κλείσει όλες τις εξόδους της προς κάποια αλλαγή και εξέλιξη. Κι ακόμα, ισχυροποιούμε ολοένα και περισσότερο τα «μπλόκα» της, προβαίνοντας χωρίς εξαίρεση σε τέτοιες συμπεριφορές. Η εξάρτησή μας από τους χειριστές της πολιτικής εξουσίας, παροντικούς ή πιθανούς μελλοντικούς, είναι απόλυτη, καθώς ολοκληρωτική είναι και η πίστη μας στη μοναδικότητα της ισχύουσας ιδεολογίας, όση «μπόχα» κι αν βγάζει τώρα που η φούσκα της έσκασε και που ευφημιστικά, για να επιτευχθούν αυτοσυγκρατήσεις στις εναντιώσεις, της δόθηκε το όνομα της οικονομικής κρίσης ή ύφεσης. Η ονοματοδότησή της από το αιτιατό και όχι από το αίτιο, εμπεριέχει την καθόλου ατελέσφορη ευφημιστική συγκάλυψη της εγκληματικότητας του αιτίου, της ασύλληπτης σε βάθος και πλάτος. Εδώ βάρβαρες στρατιωτικές επεμβάσεις εκλήφθηκαν ως ανθρωπιστικές, επειδή έτσι ονομάστηκαν, δε θα αποδώσει ο ευφημισμός σε εγκλήματα διαπραγμένα ειρηνικά; Έτσι η Ιστορία στις κοινωνίες που διοικούνται από αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό καθεστώς, που το ονομάζουμε καπιταλιστικό –και στη δική μας επομένως– είχε «κολλήσει» και δε διακρινότανε διαφυγές. Γι’ αυτό και μείναμε όλοι μας άναυδοι.
Όμως, κι αν όλοι οι δρόμοι της Ιστορίας είναι κλειστοί από τις ιδιοτέλειες και τις συναλλαγές των ανθρώπων, εκείνη βρίσκει πάντα τρόπο, αργά ή γρήγορα, να σπρώξει τον εαυτό της μπροστά και να συνεχίσει μέσα στο διηνεκές την εξέλιξή της. Επινοεί και ανοίγει δικούς της αδιόρατους δρόμους, αλλά όχι βεβαίως με το αζημίωτο, ποτέ. Κι όσο πιο κλειστή είναι η προοπτική της εξέλιξής της τόσο το αζημίωτό της γίνεται πιο ανελέητα απαιτητικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού τις ηλικίες τις μεγαλύτερες των σημερινών δεκαπεντάρηδων τις είχε κερδισμένες η ιδιοτέλεια, έπρεπε η Ιστορία να προσφύγει στην «ακέρδιστη» προς ώρας γενιά των δεκαπεντάχρονων και αυτήν να θέσει σε κίνηση. Έμενε ακόμα το έναυσμα, το ερέθισμα ή η αφορμή που λέμε, που θα δινόταν στη γενιά αυτή, προκειμένου να κινητοποιηθεί. Κι επειδή η κινητοποίησή της έπρεπε να είναι γενική και σφοδρή, ώστε να μπορέσει η Ιστορία ν` ανοίξει τους δρόμους της, ήταν υποχρεωμένη να καταφύγει στην «εύρεση» συγκλονιστικής αφορμής. Και αυτό έκανε. Επέλεξε ως αναπόδραστο θύμα το θάνατο ενός δεκαπεντάχρονου, για να τον προσφέρει αφορμή στους συνομηλίκους του, ώστε να τους ξεσηκώσει. Είναι αυτό που ονομάσαμε αντίτιμο στο αζημίωτο της Ιστορίας. Και όλα μετά γίνανε όπως εκείνη τα όρισε.
Η γενιά των δεκαπεντάρηδων στράφηκε με σφοδρότητα –από ανάγκη της Ιστορίας, είπαμε, γιατί αλλιώς κανένας δε θα διέκρινε την αποφασιστικότητά της– κατά των μεγαλύτερων γενιών –σχηματικά κατά των γονιών τους– που έχουν δεκαετίες τώρα την εξουσία στα χέρια τους και που φέρουν την ευθύνη για τη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης στη χώρα μας. Η γενιά λοιπόν των σημερινών δεκαπεντάρηδων, ενεργώντας εξ ονόματος, θα λέγαμε, των συνομηλίκων τους και των άλλων κοινωνιών, όρθωσε με ακράτητο πείσμα την εναντίωσή της απέναντι στη γενιά εκείνη, διευρυμένη τώρα, που διαχειρίστηκε την πολιτική εξουσία στη χώρα μας επί δεκαετίες, αναιρώντας ιδεολογικά τον εαυτό της κι επιφέροντας ολοκληρωτική διάψευση αλλά και βαθιά διάβρωση στο συνεκτικό ιστό της κοινωνίας μας. Και στο στόχο της η εξεγερμένη γενιά δεν είχε άλλον από την «ηρωική» γενιά του Πολυτεχνείου, που της έλαχε στο πρόσωπο της γενιάς των σημερινών δεκαπεντάρηδων να βρει το μάστορή της. Η σαρκαστικότητα της Ιστορίας το όρισε και αυτό, καθώς στη θέλησή της ανήκει και ο χλευασμός των λαθρεπιβατών της.
Απέναντι στα «ενεργούμενα» της Ιστορίας ποια ήταν η στάση της ένοχης γενιάς; Η προσπάθεια μείωσης φυσικά της σημασίας αυτής της εξέγερσης, που ούτε καν εξέγερση δε θέλανε να ονομαστεί. Η μείωση όμως της σημασίας της, επειδή δεν μπορούσε να γίνει στο ποσοτικό της επίπεδο, εστιάστηκε στην αμαύρωση και υποβάθμιση των ποιοτικών της χαρακτηριστικών. Τα αναγκαστικά αίτια δε δικαιολογούσαν αντίδραση αυτού του μεγέθους, είπανε, ενώ τα τελικά αίτια δεν είχανε κανέναν αποσαφηνισμένο λεκτικό προσδιορισμό ή ούτε καν προσανατολισμό, άρα ήτανε σαν να μην υπήρχαν, οπότε η ανυπαρξία τους καθιστούσε ανύπαρκτο και το στοιχείο της συνειδητότητας. Επί πλέον και προπάντων είχε μένος καταστροφικό, ήτανε τυφλή, λέγανε. Τι τους έφταιγε η Τράπεζα, θα διαλαλήσει μεγαλοδημοσιογράφος, που δεν είχε ακούσει τίποτα για το ρόλο τους στην κρίση, ενώ οι δεκαπεντάρηδες, που «δεν έχουνε γνώσεις», είχανε, φαίνεται, ακούσει.
Με την προβολή τέτοιων ιδεών παρουσιάζανε μειωμένη όσο γινόταν τη δική τους ενοχή, αποκρύπτοντας βέβαια ότι στην Ιστορία η αναλογία ανάμεσα στο μέγεθος της πίεσης των αιτίων και στο μέγεθος των αντιδράσεων τηρείται πάντα ή κι αν διαταράσσεται η διαταραχή γίνεται σε βάρος του μεγέθους της αντίδρασης, λόγω δυσκολιών που έχει η εκδήλωσή της, αφού προσκρούει στην έννομη τάξη. Ενώ η αναλογία ανάμεσα στο μέγεθος της αντίδρασης και στη δυνατότητα λεκτικής της απόδοσης δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει. Η αδυναμία αντίστοιχης λεκτικής έκφρασης της αγανάκτησης δε μειώνει το μέγεθος της διάθεσής της και συνήθως το βουβό είναι πιο σφοδρό στις αντιδράσεις του. Γιατί η αντίδραση είναι πιο έντονη, όταν η τροφοδότησή της γίνεται βιωματικά.
Αλλά και τα τελικά τους αίτια είχαν ξεκάθαρο προσανατολισμό: την υπάρχουσα κατάσταση, παντελώς να εκλείψει. Τόσο μισητή τους είναι. Δεν είναι προσανατολισμός να θες να γκρεμίσεις καθετί σάπιο που ορθώνεται μπροστά σου; Έδειχνε τέλος η ένοχη γενιά, για τη μείωση της ενοχής της πάντα, πως δεν έβλεπε ότι η Ιστορία θα γινόταν πιο απαιτητική ως προς το αζημίωτό της, για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω, αφού έμελλε η παρέμβασή της να είναι αποφασιστικότατη. Το μέγεθος της αναλγησίας μας είχε στήσει τόσο μεγάλα φράγματα στο δρόμο της, ώστε να μην είναι δυνατή η ανατροπή τους παρά μόνο με σφοδρή βιαιότητα και εκτεταμένες καταστροφές.
Μα μπήκαν και οι «κουκουλοφόροι» στη μέση, αντιτείνουν, που η δουλειά τους αυτή είναι, να καταστρέφουν αναίτια. Και τι δουλειά είχανε μαζί τους ως συναυτουργοί και συνεχείς αναπληρωτές ή ως ακόλουθοί τους οι άλλοι νέοι, που αποτελούν όχι απλώς την πλειοψηφία, αλλά το σύνολο; Για τους «κουκουλοφόρους» όμως προκαταρκτικά δυό διευκρινίσεις: Ο συντάκτης του κειμένου έχει την άποψη ότι η πλειοψηφία τους δεν είναι «βαλτοί», έστω κι αν με τις ενέργειές τους πολλές φορές μοιάζουν να είναι. Δεύτερον η εξήγηση ενός κοινωνικού φαινομένου, η προσπάθεια αναγωγής του στα αίτιά του, δε συνιστά πολιτική κάλυψη.
Κι αν λοιπόν δεχτούμε ότι αυτοί οι λίγοι και σταθεροί «κουκουλοφόροι» είδανε τον ξεσηκωμό των νέων ως ευκαιρία, για να τα ξαναρημάξουνε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ιδεολογική βάση, που υποκινεί τους μεν και τους δε, είναι κοινή, με τη διαφορά ότι στους πρώτους αυτή είναι σταθερή, ενώ στους δεύτερους περιστασιακή. Ότι σε όλους τους νέους ανεκδήλωτη διάθεση για τέτοιου είδους αντίδραση απέναντι στην κατάσταση που ισχύει στην κοινωνία μας υπάρχει επιβεβαιώθηκε με την καθολικότητα της αντίδρασής τους και τη συνεχή αναπλήρωση των «κουκουλοφόρων». Άρα τα αίτια του ξεσηκωμού, αναγκαστικά ή τελικά, είναι μόνιμο ιδεολογικό υπόβαθρο όλων των νέων, όπως και κίνητρο, οπότε κάθε αποκήρυξη ή αναθεματισμός των «κουκουλοφόρων», δεν αίρει τα αίτια που τους υποκινούν και, αφού δεν τα αίρει, ισοδυναμεί με ξόρκισμα.
Όμως οι «κουκουλοφόροι», που με τόση ευκολία, ωσάν να πρόκειται για «λεπροφόρους», αφορίζονται και δίχως την παραμικρή επιφύλαξη αποκόπτονται από το σώμα της κοινωνίας μας με προορισμό το ρίξιμό τους στον Καιάδα, είναι γεννήματα της δικιάς της μήτρας. Δεν έπεσαν από τον ουρανό ούτε πλάστηκαν από «εξωγήινους» ή εξωγενείς παράγοντες. Γεννήματα της κοινωνίας μας είναι, δηλαδή παιδιά δικά μας και πλάσματά μας. Και η παθολογική κοινωνικά συμπεριφορά τους αντανακλά την παθολογία τη δική μας. Εξετάσαμε όμως ποτέ μήπως στο στόχαστρο αυτών των φανερών «κουκουλοφόρων» είναι κάποιοι άλλοι, κουκουλοφόροι πάλι, αλλά αφανείς, υπαίτιοι κιόλας της κατάστασης που ζούνε οι νέοι, εκείνοι που έχουνε μετατρέψει το πρόσωπό τους σε προσωπείο εφόρου ζωής και δε χρειάζονται κουκούλα; Πώς αλλιώς εξηγείται χρόνια και χρόνια άλλα να λέγονται, άλλα να εξαγγέλλονται, άλλα να διακηρύσσονται και τα αντίθετα να πραγματοποιούνται και ως σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους να παρουσιάζονται; Αν έπρεπε στους περισσότερούς μας να αποκαλυφθεί η απάτη του συστήματος μεσω της έλευσης της κρίσης, αυτό καθόλου δε σημαίνει πως ήταν αδιόρατη ή προπάντων ότι τα αρνητικά της προεργασίας της δε βιωνότανε ως αδικία, ως ανισότητα, ως αμείλικτος ανταγωνισμός και αποκλεισμός των πολλών από τους λίγους, ως άγχος και αβεβαιότητα για το μέλλον, ως υποσκελισμός του ανθρώπου από το κέρδος και ως απαξίωση γενικά της ανθρώπινης ύπαρξης, όλα αυτά που αποτελούν δομικά στοιχεία της σημερινής μας ζωής σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και που αισθάνονται ιδιαίτερα οι νέοι, όσο ακόμα δεν έχουν αναισθητοποιηθεί από την ιδιοτέλεια της βιοτικής μέριμνας. Αυτή η απλή συνάρτηση της δυνατότητας να ζει κάποιος –κι εδώ είναι οι πολλοί– από τη δυνατότητα κάποιων να κερδίζουν –κι εδώ είναι οι λίγοι– συνάρτηση που αποτελεί πεμπτουσία και νομική θωράκιση του συστήματος, δεν είναι εξωλογική, εξωηθική αλλά και εξωφρενική; Δεν είναι αυτό μια νέα κρυμμένη μορφή της παλιάς δουλοκτησίας; Κι επί πλέον να σου λένε μετά από μακροχρόνια και έμπραχτη αποδοχή αυτής της συνάρτησης, πράγμα που στην πράξη μεταφράζεται εκτός των άλλων και σε «λιτότητα» δεκαετιών για τους πολλούς και συσσώρευση αμύθητου πλούτου σε λίγους, ότι οι ιδιοκτήτες και κύριοι της ζωής μας είχανε παρόλα αυτά «χασούρα», που έθεσε εκτός λειτουργίας τη «μηχανή» της παγκόσμιας οικονομίας κι αν κατεπειγόντως δεν εξευρεθούν, για να προσφερθούν στους χειριστές της τα κεφάλαια που ζητάνε – ίσα ή περισσότερα από αυτά που φάγανε κανείς δεν ξέρει, μιλάμε ωστόσο για υπέρογκα ποσά δισεκατομμυρίων – τότε η «μηχανή» αυτή, που με τη λειτουργία της συντηρεί όλο τον πληθυσμό της γης, δε θα ξαναλειτουργήσει, γιατί είναι ιδιοκτησίας των χειριστών της και προγραμματισμένη να τίθεται σε λειτουργία μόνο από τους ίδιους. Χωρίς την «αποζημίωσή» τους γι’ αυτά που μας φάγανε, μας λένε τα υποχείριά τους οι κυβερνήσεις, πάμε όλοι χαμένοι.
Πάντως ο δικός μου ταπεινός σχολιασμός για όλα όσα συμβαίνουν τη στιγμή αυτή στην παγκόσμια σκηνή είναι πως, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε σε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής συμβίωσης, οικογενειακή, κοινοτική ή εθνική, και δεν επενέβαινε ο νόμος για να επιβάλει τις δίκαιες κυρώσεις στους υπαίτιους, τότε κανείς δε θα μπορούσε να συγκρατήσει τα πλήθη από το «λιντσάρισμά» τους. Όμως σε μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τη θέληση των λίγων ισχυρών, είναι πολύ φυσικό να μην έχει καμιά θέση η οποιαδήποτε έννοια δικαίου κι επιβολής κυρώσεων στους υπαίτιους.
Αλλά και το προστάδιο αυτής της απάτης δεν είναι λιγότερο κακουργηματικό. Ένας μηδενικός σχεδόν αριθμός ανθρώπων, χάρη στα υποχείριά τους, τις κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών της γης, είπαμε, κατάφερε να ιδιοποιηθεί όλο τον πλούτο του πλανήτη αλλά και όλη την πολιτισμική δύναμη του ανθρώπινου γένους μαζί και την κάθε δυνατότητα που εμπεριέχει αυτή. Το αποτέλεσμα αυτής της μακροχρόνιας και συστηματικής λεηλασίας του πλανήτη αλλά και της στυγνής διπλής εκμετάλλευσης, εργασίας και περιουσίας, όλου του πληθυσμού της γης, ήταν η εξώθηση του μεγαλύτερου μέρους του στην ανέχεια και του ανθρώπινου είδους στον κίνδυνο της εξαφάνισης.
Μα πού τα ξέρανε όλα αυτά οι νέοι, που τους λείπουνε οι γνώσεις, για να νιώσουν την ανάγκη αντίδρασης, μας ρωτάνε; Η απάντησή μας: Όλη αυτή η παθογένεια του συστήματος είναι, το είπαμε, βίωμα, όχι απόσταγμα θεωρητικών διερευνήσεων, και βιώνεται από όλους μας. Απλώς δεν ομολογείται. Οι τέκτονές της, που είναι και οι κύριοι νομείς της, δε θέλουν να την παρουσιάζουν ως παθολογική και παθογόνο κατάσταση, για να μην είναι και φαινομενικά δικαιολογημένες οι αντιδράσεις. Αλλά και όλοι οι άλλοι, που έχουνε μια συμμετοχή με τη μορφή απολαβής κάποιας ευημερίας στην ίδια νομή –και είναι οι πολίτες των αναπτυγμένων χωρών που δεν ανέρχονται ούτε στο ένα δέκατο του πληθυσμού της γης και που μαζί με τους τέκτονες αποτελούν τους ρυθμιστές της ζωής όλης της οικουμένης– και αυτοί δε μιλάνε. Εξαγοράσανε την όποια συμμετοχή τους στη νομή με τη σιωπή τους. Αν το ομολογούσαν θα ενοχοποιούσανε τους εαυτούς τους, καθώς ξέρουνε πολύ καλά ότι χάρη στην παγκοσμιοποίηση της ανισότητας και αδικίας αποκτούν οι ίδιοι τη δυνατότητα –την καταστήσανε και δικαίωμα– συμμετοχής στη νομή. Είναι η αυτοδιαφθορά για την οποία κάνει λόγο ο τίτλος.
Ωστόσο παρά την καθολική επικράτηση της παθολογίας του συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και σε όλες τις δομές των κοινωνιών μας και παρά την αδυναμία «διαβλέψεων» η Ιστορία, ας είναι ανέλπιστα, πήρε απ’ ό,τι είδαμε θέση και, όταν η Ιστορία παίρνει θέση, τα πράγματα βαίνουνε καλώς.
Όταν λοιπόν οι μεγάλοι απολαμβάνουν τους καρπούς της αυτοδιαφθοράς τους, οι μικροί τα ρημάζουν, για να μετατρέψουν σε καρποφόρο το ρημαγμένο από τους γονείς τους μέλλον.
6 Μαΐ 2009
Η «Μεταφυσική» της Ιστορίας
ή όταν οι μεγάλοι απολαμβάνουν τους καρπούς της αυτοδιαφθοράς τους,
οι μικροί τα ρημάζουν
Ετικέτες εξέγερση Δεκεμβρίου, νέοι, οικονομική κρίση, τεύχος 4
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου